Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ιστορία με την αφορμή μιας φωτογραφίας.
της Ευθαλίας Μπάλλα 



ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΕΡΝΑΝΕ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ Η ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΠΟΥ ΚΟΙΤΩ
ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ

ΠΟΛΛΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΕΣ
ΕΧΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΠΕΡΑΣΕΙ
ΜΑ ΤΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΣ ΟΜΩΣ
ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΑΣ ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΕΙ

ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΝΑΜΕ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΡΘΟΥΝΕ
ΜΑ ΤΕΛΙΚΑ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΟΣΩΝ ΖΗΣΑΜΕ
ΘΑ ΜΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΟΥΝ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝ ΒΡΕΘΟΥΜΕ

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Μπάλλα Ευθαλίας
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε μία μακρινή χώρα ένας καλός και ευγενικός έμπορος με την γυναίκα και την μικρή κόρη του. Η γυναίκα του όμως αρρώστησε και πέθαινε κι αυτός αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί για να έχει η αγαπημένη του κόρη μια μητέρα. Δεν ήξερε όμως τι τον περίμενε. Η νέα του γυναίκα ήταν κακιά και είχε τρεις  κόρες. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο έμπορος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Και τότε ξεκίνησαν τα προβλήματα για την μικρή του κόρη. Η μητριά και οι κόρες τις, της συμπεριφερόταν πολύ άσχημα γιατί την ζήλευαν που ήταν όμορφη. Την έβαζαν να φοράει κουρέλια αντί για τα όμορφά της ρούχα, να κάνει τις δουλειές στο σπίτι σαν υπηρέτρια και επειδή ήταν βρώμικη από τις στάχτες του τζακιού την φώναζαν Σταχτοπούτα. Από τις τρεις νέες αδερφές μόνο η μικρή ήταν καλή μετά από λίγο καιρό και κάποιες φορές της έκανε παρέα. Κάποια μέρα η Σταχτοπούτα ενώ καθάριζε τα παράθυρα του σπιτιού της είδε έξω στην αυλή έναν μικρό βάτραχο που έκανε συνέχεια κουαξ κουαξ και τότε τον πήρε μέσα στο σπίτι και του μιλούσε.
-Μικρέ μου βατραχάκο τι κάνεις εσύ εδώ; τον ρώτησε
Αλλά τι σε ρωτάω αφού δεν μπορείς να μιλήσεις, καλά τότε του λέει θα σου μιλάω εγώ.
 Ξεκίνησε λοιπόν να του λέει για την ζωή της. Μετά από λίγο χτύπησε η πόρτα της κουζίνας, ήταν η κοκκινοσκουφίτσα η φίλη της Σταχτοπούτας η οποία ήρθε τρέχοντας να της πει τα νέα.
- Έμαθες τα νέα;  λέει η κοκκινοσκουφίτσα
-Ποια νέα  τι συμβαίνει;
- Εξαφανίστηκε  ο πρίγκιπας χτες το βράδυ και όλοι τον ψάχνουν.
- Και πώς έγινε αυτό;
-Κανείς δεν ξέρει, απάντησε.
- Μακάρι να βρεθεί είπε η Σταχτοπούτα και συνέχισε την δουλειά της.
Το βράδυ, η Σταχτοπούτα μαζί με τον βάτραχο σκεφτόταν και έλεγε '' πόσο θα ήθελα να βρω και εγω τον δικό μ καλό πρίγκιπα, που θα με αγαπά και θα με νοιάζεται. Τότε ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή '' δίπλα σου βρίσκεται αλλά δεν τον έχεις δει ακόμη"
-Ποιός είναι;  Είπε
- Η νεράιδα σου, άκουσε και εμφανίστηκε μπροστά της. Δίπλα σου βρίσκεται και όταν τον φιλήσεις θα συναντήσεις αυτό που θέλεις.
- Τί να κάνω; Να τον φιλήσω; αναρωτήθηκε και απάντηση δεν πήρε η νεράιδα είχε φύγει
       Σκεφτόταν να το κάνει αλλά μετά πάλι το μετάνιωνε, δεν μπορούσε να αποφασίσει όμως τελικά ..... Έκλεισε τα μάτια της και δίνει ένα φιλί στον βάτραχο, τον κοιτάει και ακούει τον βάτραχο να λέει σε ευχαριστώ για αυτό που έκανες και μεταμορφώθηκα ξανά σε πρίγκιπας.
-Είσαι εσύ ο μικρός πρίγκιπας;
-Μα πως μεταμορφώθηκες έτσι;
-Ναι εγώ είμαι, η κακιά μάγισσα ήθελε να παντρευτώ την κόρη της και αρνήθηκα και για αυτό με έκανε βάτραχο ώστε να μην παντρευτώ ποτέ καμία. Άυριο θα κάνουμε στο παλάτι μια γιορτή για την επιστροφή μου αλλά και για να βρω την πριγκίπισσά μου. Να είσαι εκεί.
Το απόγευμα η Σταχτοπούτα ζητάει από την μητριά της να πάει, εκείνη φυσικά της αρνήθηκε και της είπε ότι μόνο οι τρεις τις κόρες θα πάνε και πως αυτή θα μείνει σπίτι. η Σταχτοπούτα αποφάσισε όμως να πάει, αλλά δεν είχε τα κατάλληλα ρούχα, ούτε άμαξα για να πάει στην γιορτή και κάλεσε την κοκκινοσκουφίτσα να την βοηθήσει.

- Ξέρω τι θα κάνουμε, λέει η κοκκινοσκουφίτσα, θα φωνάξουμε τους 7 νάνους
Καλούν τους νάνους οι οποίοι βρήκαν την λύση
-Θα σου δώσουμε τα φορέματα και τις γόβες, την άμαξα και ότι χρειάζεσαι από την πριγκίπισσα μας τη Χιονάτη και θα χαρεί να σε βοηθήσει.
    Λίγο αργότερα, η Σταχτοπούτα ήταν έτοιμη και έλαμπε στο πανέμορφο φόρεμά που φορούσε. Ξαφνικά μπαίνει η μικρή από τις αδερφές της που ήταν καλή μαζί της και της λέει. - Αυτό είναι το κλειδί από την πίσω πόρτα, η μητέρα μου έχει κλειδώσει τα πάντα για να μην μπορείς να βγεις, παρ το και πήγαινε στον πρίγκιπά σου και φεύγει γρήγορα για να μην καταλάβει κανείς τι συνέβη. Φτάνει λοιπόν η Σταχτοπούτα στο παλάτι και μόλις την βλέπει ο πρίγκιπας θαμπώνεται από την ομορφιά της και αφού της έπιασε το χέρι είπε σε όλους ότι αυτή θα είναι πλέον η πριγκίπισσά του λαού, η πριγκίπισσα Σταχτοπούτα.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Ο Τζακ και τα μαγικά Φασόλια

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Β.Μ.


Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα μικρό ορεινό χωριό ζούσε κάποτε ένα νέο παλικάρι που τον έλεγαν Τζακ. Ο Τζακ ορφανός από πατέρα, ζούσε με τη μητέρα του σ' ένα μικρό σπίτι στην άκρη του χωριού αποκομμένο από όλα τ' άλλα και ζούσανε καλά κι αγαπημένοι παρά τις δυσκολίες. Μια χειμωνιάτικη μέρα όμως έφτασε και τα πράγματα ήρθαν έτσι που ο Τζακ και η μητέρα του έπρεπε να πάρουν την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής τους.
''Πάρε την αγελάδα μας και πήγαινε την στην πόλη να την πουλήσεις.'' είπε η μάνα στο Τζακ.
''Μα αυτή η αγελάδα είναι η μόνη μας περιουσία!''απάντησε ο Τζακ.
''Δεν έχουμε άλλη επιλογή παιδί μου..πούλα την, είναι γερή, θα πιάσει καλά λεφτά'' είπε η μάνα και ξεπροβόδισε το γιο της.
  Είχε κιόλας νυχτώσει όταν ο Τζακ φάνηκε απ' το παράθυρο του σπιτιού να ξεπροβάλλει όλο χαρά. Γεμάτη ανακούφιση η μάνα που είχε καταφέρει ο γιος της να πουλήσει την αγελάδα ανοίγει την πόρτα διάπλατα και του λέει όλο χαρά:
''Μπράβο παλικάρι μου! Για πες μου πόσο έπιασε;''
''Δεν θα το πιστέψεις μάνα! Πολύ τυχεροί σταθήκαμε! Κοίτα!'' είπε ο Τζακ κι έβγαλε από την τσέπη του 3 καταπράσινα φασόλια.
''Τι 'ναι αυτά παιδί μου; Φασόλια σου δώσανε; Για τρία φασόλια πούλησες όλη μας την περιουσία;''
''Όχι μάνα! Δεν είναι απλά φασόλια, είναι μαγικά! Μου τα έδωσε ένας γέρος μάγος στην  πόλη και μου είπε ότι αν τα ρίξω στη γη αυτά αμέσως θα φυτρώσουν κι εγώ σύντομα θα γίνω πάμπλουτος!'' 
  Η μάνα απελπισμένη έκλαιγε για τη μοίρα της και τον κουτό της γιο...
''Να κοίτα, να δεις που θα φυτρώσουν αμέσως και ίσως βγουν φασόλια από χρυσάφι!'' είπε ο Τζακ και πέταξε τα φασόλια απ' το παράθυρο. Μα τίποτα δεν έγινε.
  Η μάνα χωρίς να πει τίποτε άλλο έφυγε απ' το δωμάτιο κι απόμεινε ο Τζακ να περιμένει...
''Ίσως θέλουν λίγο χρόνο...''σκέφτηκε και έπεσε για ύπνο.
  Την άλλη μέρα το πρωί ο Τζακ μόλις ξύπνησε ξεπήδησε απ' το κρεβάτι του και μ' ένα άλμα βγήκε απ' το παράθυρο έτοιμος να αντικρίσει το θαύμα.
  Μα θαύμα δεν υπήρχε...ούτε χρυσοί καρποί, παρά μόνο τρία καταπράσινα φασόλια πεσμένα κατά γης.
''Α τον παλιόγερο! Με κορόιδεψε!'' φώναζε και ξαναφώναζε ο Τζακ.
''Ε, τι φωνάζεις έτσι πρωινιάτικα;'' ακούστηκε μια φωνή πίσω απ' το λοφάκι.
''Ποιος είσαι εσύ; Άσε με και έχω κάτι νεύρα που θα την πληρώσει όποιος βρεθεί μπροστά μου!''
  Τότε ξεπρόβαλε απ' το λόφο το κεφάλι ενός νεαρού άντρα:
''Μα τι έπαθες φίλε μου, πες μου να σε βοηθήσω...''
''Δεν μπορείς να με βοηθήσεις, είμαι τόσο κουτός που δεν αξίζω τίποτα...''
''Ε μα θα μου πεις επιτέλους;''
  Ο Τζακ εξήγησε στον άγνωστο τι του συνέβη. 
''Αυτό είναι όλο και χαλάς τη διάθεσή σου;'' απάντησε ο άγνωστος.
''Λίγο σου φαίνεται;'' είπε όλο απορία ο Τζακ.
''Αχ κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμούν αυτά που έχουν...''
Τότε ο άγνωστος προχώρησε κι ένα σώμα νάνου φάνηκε.
''Αντί να χαίρεσαι που έχεις κι αυτά τα φασόλια εσύ κάθεσαι και στεναχωριέσαι.''
''Μα δεν είναι μαγικά! Δεν θα με κάνουν πλούσιο!'' 
''Εσύ δεν δοκίμασες καν να τα φυτέψεις, να τους ρίξεις νερό και λίπασμα και να τα φροντίσεις, παρά μόνο τα πέταξες στην γη και περίμενες...και τι νόμιζες δηλαδή; Ότι θα φύτρωναν διαμάντια σε μια νύχτα ή μήπως θα φύτρωνε η πιο ψηλή φασολιά στον κόσμο που θα σε οδηγούσε στα πλούτη σου;''
  Ο Τζακ άκουγε τα λόγια του νάνου και κατάλαβε πως είχε δίκιο.
''Θα με βοηθήσεις φίλε μου;'' είπε ο Τζακ και άρχισε να σκάβει.
  Σε λίγες εβδομάδες τρεις φασολιές είχαν φυτρώσει και απ' αυτές τις τρεις άλλες τρεις και μετά κι άλλες, πιο πολλές και τα φασόλια που έβγαζαν ήταν τα πιο νόστιμα κι όλοι θέλανε να φάνε από αυτά. Έτσι ο Τζακ έγινε ο πρώτος φασολοπαραγωγός στο χωριό και μετά αγόρασε και στρέμματα και φύτεψε κι άλλα, ώσπου έγινε γνωστός και στις γύρω περιοχές.
  Σήμερα ο Τζακ και ο συνεταίρος του ο νάνος είναι οι πιο μεγάλοι φασολοπαραγωγοί στη χώρα και η μάνα του Τζακ τον καμαρώνει!

 ''Μα βρε φίλε μου νάνε, ένα πράγμα με στεναχωρεί: το ψέμα εκείνου του γέρου στη πόλη που μου 'χε πει πως τα φασόλια εκείνα ήταν μαγικά.''
 ''Αχ Τζακ, ακόμα δεν κατάλαβες...Αλήθεια πίστεψες ποτέ πως θα φύτρωναν φασόλια μέσα στο καταχείμωνο και σε αυτή τη στέρφα γη;'' 

Ο Πεντάμορφος και η Τριανταφυλλένια

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Δημητροπούλου Ρένιας


Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας πρίγκιπας, του οποίου η ομορφιά ήταν μοναδική. Το γεγονός αυτό τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο από τότε που ήταν μωρό. Όλοι οι άλλοι πρίγκιπες τον ζήλευαν και όλες οι πριγκίπισσες ήθελαν να τον παντρευτούν. Ο κόσμος, όμως, δεν γνώριζε ότι ο χαρακτήρας του πρίγκιπα δεν ήταν τόσο καλός όσο και η εξωτερική του εμφάνιση. Αδιαφορούσε για τα σοβαρά προβλήματα της χώρας του, το λαό, την μόρφωση, την φιλία, την αγάπη! Όλη μέρα την περνούσε στο γυμναστήριο του παλατιού και στον καθρέφτη του δωματίου του θαυμάζοντας το όμορφο πρόσωπό του.
Στα 21α γενέθλιά του, η θεία του, η μητριά της Χιονάτης, του έστειλε ένα ιδιαίτερο δώρο. Τί άλλο δώρο θα μπορούσε άραγε να δώσει σε έναν τόσο όμορφο πρίγκιπα που είχε ότι επιθυμούσε, εκτός από έναν μαγικό καθρέφτη; Ναι….καλά καταλάβατε του χάρισε τον δικό της μαγικό καθρέφτη τώρα πια που γέρασε και δεν τον χρειάζεται η ίδια! Ο πρίγκιπας ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με το δώρο αυτό που διέταξε να πετάξουν τον παλιό του καθρέφτη και να τοποθετήσουν αυτόν στο δωμάτιο του. Κάθε πρωί στεκόταν μπροστά του και ρωτούσε:
«Καθρέφτη μαγικέ, ποιος είναι ο ομορφότερος σε όλον τον κόσμο;»
«Εσύ πρίγκιπά μου! Δεν υπάρχει άλλος σαν εσένα. Τα μάτια σου έχουν το υπέροχο γαλανό χρώμα του πελάγους, τα μαλλιά σου κατάξανθα σαν τον καλοκαιρινό ήλιο και το σώμα σου το πιο καλογυμνασμένο.», απαντούσε εκείνος.
Όμως ένα πρωί, ο καθρέφτης τολμά να πει:
«Είσαι ωραίος, πρίγκιπα μου, αλλά υπάρχει κάποιος πιο όμορφος από σένα».
«Ποιος είναι αυτός καθρέφτη; Φανέρωσέ τον τώρα», φώναξε γεμάτος μίσος και ζήλεια, «δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμα» και διέταξε τον στρατό του να τον βρει και να τον σκοτώσει.
Έτσι, κάθε φορά που ο καθρέφτης έλεγε πως κάποιος άλλος ήταν πιο όμορφος από εκείνον, ο πρίγκιπας φρόντιζε να τον σκοτώσει. Εξαιτίας του πέθαναν πολλοί πρίγκιπες αλλά και απλοί άνθρωποι. Ο πρίγκιπας έπαψε πια να είναι αγαπητός και είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς, ακόμα και οι κοπέλες φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν.
Τα χρόνια, όμως, περνούσαν και ο πατέρας του αρρώστησε βάρια. Τότε τον φώναξε και του είπε:
«Γιε μου, είμαι πλέον πολύ αδύναμος για να κυβερνήσω την χώρα, το βασίλειο μου είναι πλέον δικό σου, για να γίνεις όμως βασιλιάς πρέπει να παντρευτείς.».
«Μα, πατέρα, ποια κοπέλα είναι τόσο όμορφη, ώστε να της αξίζει ένας πρίγκιπας με την δική μου ομορφιά;», ρώτησε εκείνος.
«Δεν ξέρω γιε μου, αλλά βιάσου. Βρες αυτή που επιθυμείς και παντρέψου την αμέσως.».
Ο πρίγκιπας δεν ήξερε τί να κάνει. Εκείνος που ήταν τόσο όμορφος και μπορούσε να έχει όποια γυναίκα επιθυμούσε δεν μπορούσε να αποφασίσει ποια ήταν η ιδανική γι’ αυτόν. Η μόνη λύση ήταν να ρωτήσει τον μαγικό καθρέφτη, είναι ο μόνος άλλωστε που μπορεί να αναζητήσει την ομορφότερη νύφη σε όλη την οικουμένη. Και ο μόνος που δεν του λέει ποτέ ψέματα. Φόρεσε, λοιπόν, την επίσημη πριγκιπική του στολή, έγινε όσο πιο όμορφος μπορούσε και ρώτησε τον μαγικό καθρέφτη:
«Καθρέφτη μαγικέ, ποια είναι η ομορφότερη κοπέλα σε όλον τον κόσμο, για να γίνει γυναίκα μου;»
«Υπάρχει μια κοπέλα πρίγκιπα μου, που το όνομα της είναι Πεντάμορφη και όλα τα παλικάρια σφάζονται για τα δικά της μάτια. Αυτή πρέπει να κάνεις γυναίκα σου.»
Ο πρίγκιπας πήρε το άλογό του και πήγε να συναντήσει την Πεντάμορφη για να την κάνει γυναίκα του. Πέρασαν, όμως, 3 μέρες και γύρισε στο παλάτι μόνος και στενοχωρημένος. Έτρεξε στο καθρέφτη και φώναξε:
«Καθρέφτη μαγικέ, ποιος είναι ο ομορφότερος σε όλον τον κόσμο;»
«Εσύ πρίγκιπα μου! Δεν υπάρχει άλλος σαν εσένα. Τα μάτια σου έχουν το υπέροχο γαλανό χρώμα του πελάγους, τα μαλλιά σου κατάξανθα σαν τον ήλιο και το σώμα σου το πιο καλογυμνασμένο.», απάντησε εκείνος.
«Τότε άλλη γυναίκα βρες μου, πιο όμορφη από την Πεντάμορφη που προτίμησε ένα  Τέρας παρά εμένα. Βρες κάποια που να ‘χει γούστο!».
«Υπάρχει μια πριγκίπισσα άρχοντα μου, που μόλις έκλεισε τα 18. Τα μαλλιά της έχουνε το κατακόκκινο χρώμα και την λάμψη του ήλιου όταν βασιλεύει, τα δέρμα της είναι λευκό σαν το χιόνι, τα χείλη και τα μαγούλα της είναι πάντοτε ρόδινα σαν τα πρώτα τριαντάφυλλα της άνοιξης. Το όνομά της είναι Τριανταφυλλένια και η ομορφιά της είναι αντάξια της δικής σου. Αυτή να κάνεις γυναίκα σου άρχοντα μου.».
Ο πρίγκιπας διέταξε τους υπηρέτες του να ετοιμάσουν την άμαξα του και μαζί με τον μαγικό καθρέφτη έφτασε στην χώρα της Τριανταφυλλένιας. Ζήτησε να δει την μητριά της και της είπε:
«Αξιότιμη, βασίλισσά μου, γνωρίζω ότι μετά το θάνατο του συζύγου σας μεγαλώνετε μονή την θετή σας κόρη, γι’ αυτό βρίσκομαι σήμερα μπροστά σας ζητώντας την σε γάμο. Να είστε σίγουρη πως θα είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στο κόσμο αφού θα παντρευτεί τον πιο όμορφο και πλούσιο πρίγκιπα».
Η βασίλισσα δεν ήξερε τί να απαντήσει στο νεαρό πρίγκιπα και σαν έξυπνη γυναίκα που ήταν απάντησε με ευγένεια:
«Πράγματι, είστε ένας πολύ όμορφος και ευγενικός νέος...Η κορούλα μου, όμως είναι εκείνη που πρέπει να αποφασίσει. Αν καταφέρετε να κερδίσετε μια θέση στην αγνή καρδιά της και θελήσει να σας παντρευτεί σας δίνω την ευχή μου.».
«Τότε αύριο κιόλας βασίλισσά μου θα έχουμε γάμο στο παλάτι», της απάντησε ο πρίγκιπας που πίστευε πως η ομορφιά του ήταν το κλειδί για να μπει στην καρδιά της νεαρής πριγκίπισσας.
Ο πρίγκιπας βγήκε στον κήπο του παλατιού, όπου η Τριανταφυλλένια έκανε τον πρωινό της περίπατο και πλησιάζοντας την τής είπε:
«Είσαι πολύ τυχερή. Θα παντρευτείς το ωραιότερο αγόρι του κόσμου. Εμένα, φυσικά».
«Αγαπητέ μου, το ότι είστε τόσο όμορφος όσο λέτε δεν σημαίνει ότι είστε και ο κατάλληλος για σύζυγος μου. Έχω ακούσει για εσάς ότι είστε τόσο σκληρόκαρδος που ενώ ο λαός σας υποφέρει εσείς ασχολείστε μόνο με την ομορφιά σας. Συγγνώμη αλλά δεν μπορώ να δεχτώ την πρότασή σας.».
Ο πρίγκιπας εξοργίστηκε τόσο πολύ που αποφάσισε να γίνει αυτός ο γάμος με την βία. Στάθηκε μπροστά στην βασίλισσα και με δυνατή φωνή ανακοινώσε
«Αύριο κιόλας η κόρη σας θα σταθεί στο πλευρό μου ως νύφη, διαφορετικά θα διατάξω να θανατωθεί».
Η βασίλισσα που αγαπούσε την Τριανταφυλλένια σαν πραγματικό της παιδί, ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια. Όλη νύχτα αναζητούσε μια λύση κλαίγοντας για την μοίρα της κόρης της. Αν την πάντρευε με τον πρίγκιπα θα έσωζε την ζωή της αλλά θα γινόταν δυστυχισμένη. Τί άλλο θα μπορούσε να κάνει; Αν μπορούσε να φύγει, να χαθεί…
«Να χαθεί….ναι να χαθεί…», ψιθύρισε μιλώντας στον εαυτό της.
Πριν, λοιπόν, ξημερώσει καλά καλά και αρχίσουν οι ετοιμασίες του γάμου, η βασίλισσα φώναξε τον κυνηγό του παλατιού, ο οποίος μεγάλωσε μαζί με την Τριανταφυλλένια και ήταν ο καλύτερος φίλος της.
«Πάρε την Τριανταφυλλένια και πήγαινε την στο δάσος. Βοήθησε την να βρει το σπιτάκι των 7 νυμφών. Όταν γυρίσεις πίσω στο παλάτι να κρατάς μόνο την κάπα της και να πεις σε όλους πως έπεσε στο γκρεμό και σκοτώθηκε ενώ έκοβε λουλούδια για να στολίσει τα μαλλιά της στο γάμο.».
Ο κυνηγός, εκτέλεσε αμέσως την επιθυμία της βασίλισσας. Η νεαρή κοπέλα βρίσκεται πλέον στο σπιτάκι των νυμφών του δάσους και ο πρίγκιπας την θεωρεί νεκρή. Πριν φύγει, όμως, από το παλάτι τους, ρώτησε τον καθρέφτη:
«Καθρέφτη μαγικέ, ποια είναι η επόμενη πιο όμορφη πριγκίπισσα για να γίνει γυναίκα μου;»
«Μα πρίγκιπα μου, η ωραιότερη από όλες είναι η Τριανταφυλλένια. Η κοπέλα δεν είναι νεκρή, βρίσκεται καλά κρυμμένη στο σπίτι των νυμφών, στην καρδιά του δάσους.».
Ο πρίγκιπας γεμάτος οργή, πήρε το άλογο και έτρεξε να βρει το σπίτι των νυμφών για να φέρει πίσω την κοπέλα και να τελειώσει επιτέλους το θέμα του γάμου. Οι νύμφες, όμως, που είναι πλάσματα μαγικά και έχουν την ικανότητα να μιλούν με τα ζώα και τα δέντρα, κατάλαβαν το κακό που θα γινόταν. Πλησίασαν την νεαρή κοπέλα και της είπαν:
«Ο πρίγκιπας έρχεται να σε βρει, ο καθρέφτης του είπε που βρίσκεσαι…»
«Σας παρακαλώ, βοηθήστε με, προτιμώ να πεθάνω στα αλήθεια παρά να τον παντρευτώ…»
«Υπάρχει μια λύση…», είπε τότε η μεγαλύτερη νύμφη, «αν δαγκώσεις αυτό το μήλο θα πέσεις σε τόσο βαθύ ύπνο που ακόμα και ο καθρέφτης του πρίγκιπα θα πειστεί πως είσαι νεκρή…». Πριν προλάβει η νύμφη να ολοκληρώσει την φράση της, η πριγκίπισσα είχε ήδη δαγκώσει το μήλο. Η κοπέλα, ξαφνικά, σωριάζεται στο πάτωμα άψυχη. Φθάνοντας  ο πρίγκιπας στο σπίτι των νυμφών βεβαιώθηκε πως η  Τριανταφυλλένια ήταν νεκρή και την μετέφερε πίσω στο παλάτι.
Ο πρίγκιπας γύρισε στην χώρα του αποφασισμένος να αναζητήσει την επόμενη πιο όμορφη γυναίκα  για να παντρευτεί. Ρώτησε, λοιπόν,  για άλλη μια φορά τον καθρέφτη του:
«Καθρέφτη μαγικέ, ποια είναι η ομορφότερη κοπέλα για έναν πανέμορφο πρίγκιπα σαν εμένα;»
«Άρχοντά μου, δεν υπάρχει άλλος ομορφότερος από σένα.. Τα μάτια σου έχουν το υπέροχο γαλανό χρώμα του πελάγους, τα μαλλιά σου κατάξανθα σαν τον καλοκαιρινό ήλιο και το σώμα σου το πιο καλογυμνασμένο. Πλησίασε λίγο πιο κοντά σε μένα να σε θαυμάσω!», απάντησε ο καθρέφτης, ο οποίος πια είχε βαρεθεί ανθρώπους σαν τον πρίγκιπα και την ανόητη θεία του που το μόνο πράγμα που τους ενδιέφερε ήταν η ομορφιά τους. Ο καθρέφτης ένιωθε πως δεν ήταν χρήσιμος και τον χρησιμοποιούσαν με λάθος τρόπο. Έτσι, ξεγέλασε τον πρίγκιπα και τον φυλάκισε για πάντα στο μαγικό γυαλί του…
Την ίδια στιγμή φτάνοντας αυτά τα νέα στο παλάτι της Τριανταφυλλένιας, η οποία βρισκόταν ακόμα σε βαθύ ύπνο, αφού κινδύνευε όσο ζούσε ο πρίγκιπας, η μητέρα της ζήτησε να έρθουν στο παλάτι οι 7 νύμφες.
«Νύμφες μου καλές, του δάσους θεϊκά πλάσματα, πώς θα ξυπνήσει τώρα η όμορφή μου κόρη απ’ τον βαθύ της ύπνο;».
«Μονάχα το φιλί αληθινής αγάπης μπορεί να φέρει ξανά στην ζωή την μοναχοκόρη σου, βασίλισσά μου!», απάντησε μία από τις νύμφες.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο νεαρός κυνηγός, ο καλύτερος φίλος της νεαρής κοπέλας που τόσα χρόνια κρυφά την αγαπούσε, έτρεξε στο δωμάτιό της και την φίλησε τρυφερά. Το φιλί την ξαναφέρνει στην ζωή και η αγνή αυτή αγάπη βάζει τέλος στο ξόρκι. Τώρα πια τους περιμένει μία όμορφη ζωή, τώρα μάλιστα που ο νέος νόμος επιτρέπει στις πριγκίπισσες να παντρεύονται όποιον εκείνες επιθυμούν. Ο κυνηγός είναι φυσικά ο εκλεκτός της καρδιάς της και ταυτόχρονα ο καλύτερός της φίλος… 

Η Χιονάτη και οι 7 Νάνοι

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Μητρακοπούλου Έλενας 


Μια φορά και ένα καιρό, σε ένα κάστρο μακρινό, ζούσε μια πολύ όμορφη βασίλισσα, που ήταν παντρεμένη με έναν βασιλιά, ο οποίος είχε μια κόρη. Τη φώναζε Χιονάτη γιατί ήταν τόσο άσπρη, όσο το χιόνι που έπεφτε το χειμώνα. Η Χιονάτη αγαπούσε τόσο πολύ τη μητριά της, που έπαιζε μαζί της όλη μέρα στον κήπο και το σπίτι γέμιζε με γέλια. Μια μέρα οι δυο τους αποφάσισαν να καλέσουν κάποιους φίλους τους και να πάνε περίπατο στο δάσος, για να κάνουν πικ-νικ. Έτσι, κάλεσαν τη Κοκκινοσκουφίτσα, τη Σταχτοπούτα και το φίλο τους το Γίγαντα και ξεκίνησαν όλοι μαζί για το δάσος. Πηγαίνοντας όμως βρήκαν στο δρόμο τους και τα 3 μικρά γουρουνάκια, που είχαν για παρέα το φίλο τους το λύκο. Πιο εκεί συνάντησαν και το Χρυσοφεγγαράκι με τις αδερφές του. Έτσι, έγιναν μια μεγάλη παρέα ενώ έτρωγαν και γελούσαν όλοι μαζί. Όμως, το κακό Χρυσοφεγγαράκι επειδή ζήλευε τη Χιονάτη για την ομορφιά της άρπαξε το ψωμί της κρυφά και το πέταξε δίπλα στο γκρεμό.
Η Χιονάτη έψαχνε το ψωμί της για να φάει και επειδή πεινούσε πολύ σκέφτηκε να πάει να το ψάξει στο γκρεμό γυρίζοντας βέβαια έπειτα για να συνεχίσουν το γλέντι τους. Έτσι, πήρε το δρόμο και έψαχνε έψαχνε ώσπου το βρήκε. Επειδή όμως είχε περάσει ήδη πολύ ώρα ψάχνοντας, βράδιασε και δε μπορούσε να ανέβει στο δάσος. Αποφάσισε να συνεχίσει να περπατάει, φοβισμένη , ώσπου έξαφνα βρήκε ένα μικρό σπιτάκι που είχε φώς και μη έχοντας τι να κάνει αποφάσισε να μπει για να ξεκουραστεί. Στο σπιτάκι αυτό όμως, ζούσαν 7 μικροί μοχθηροί νάνοι που μόλις την είδαν της φώναξαν:
- Τι κάνεις εσύ εδώ; Ποια είσαι;
Η Χιονάτη τρομαγμένη προσπάθησε να τους εξηγήσει αλλά μάταια.
Εκείνοι την άρπαξαν και την έβαλαν μέσα σε ένα κελί. Εγκλωβισμένη η Χιονάτη πέρασε πολλές δύσκολες μέρες εκεί, αφού οι νάνοι την ανάγκαζαν να κάνει όλες τις δουλείες και να τους μαγειρεύει ενώ τα βράδια την κλείδωναν στο κελί για να μη ξεφύγει. Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο πιο δυστυχισμένη γινόταν η καημένη μας Χιονάτη. Το Χρυσοφεγγαράκι από την άλλη πήγε στο παλάτι της Χιονάτης και προσποιούνταν για τη λύπη του ενώ ο βασιλιάς από τη στεναχώρια του, που έχασε τη μονάκριβη του αποφάσισε να κρατήσει το Χρυσοφεγγαράκι στο παλάτι για να του κρατάει συντροφιά απαλύνοντας κάπως τον πόνο. Μια μέρα όμως, το Χρυσοφεγγαράκι καθώς, έπαιζε στον κήπο είδε μια σκιά από μακριά να πλησιάζει. Ήταν ο κακός κυνηγός που είχε βάλει το Χρυσοφεγγαράκι να παρακολουθεί τη Χιονάτη. Αυτός ο κακός κυνηγός του ανήγγειλε πως στο σπίτι των κακών νάνων βρίσκεται η Χιονάτη και πως είναι πολύ δυστυχισμένη επειδή της φέρονται τόσο άσχημα. Το Χρυσοφεγγαράκι έλαμψε από ευτυχία και κάγχαζε από χαρά για τη δυστυχία της Χιονάτης.
-       Χα Χα! Τώρα εγώ είμαι η ομορφότερη στο παλάτι και σε όλο το βασίλειο, ενώ κάθε τόσο πήγαινε και ρωτούσε στο μαγικό καθρέφτη:
-       Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η ομορφότερη από όλες. Και ο καθρέφτης επειδή τη φοβόταν απαντούσε!
-       Μόνο εσύ, γλυκό μου Χρυσοφεγγαράκι. Είσαι η πιο όμορφη από όλες στο βασίλειο.
Τη  συζήτηση όμως με τον κυνηγό, άκουσε και ο βάτραχος που ήταν στη διπλανή λιμνούλα και αφού μεταμορφώθηκε σε πρίγκιπα όμορφο, αποφάσισε να πάει να βρει τη Χιονάτη και να τη σώσει. Πέρασαν μέρες μέσα στο δάσος, ψάχνοντας για τους νάνους , ώσπου ξαφνικά βρήκε τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας:
-       Πάρε αυτή τη σκόνη και όταν πας, να τη ρίξεις πάνω στους νάνους, που κρατάνε αιχμάλωτη τη Χιονάτη. Άρπαξε τη και φύγε τρέχοντας. Έτσι, αφού έφτασε στο σπίτι των νάνων ο πρίγκιπας τους έριξε τη σκόνη και αυτοί αμέσως έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Πήρε τη Χιονάτη και άρχισε να τρέχει προς τα παλάτι.
Μόλις έφτασαν έδιωξαν το κακό Χρυσοφεγγαράκι και η Χιονάτη παντρεύτηκε τον όμορφο πρίγκιπα της. Έκανα έναν λαμπρό γάμο και οι δυο τους έλαμπαν από ευτυχία. Ήταν όλοι εκεί. Ο Τζακ, ο Γίγαντας, η Κοκκινοσκουφίτσα, ο φοιτητής, η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα με τις αδερφές της, το ασχημόπαπο και ο λύκος.  Έκαναν ένα ξέφρενο γλέντι! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Η Κοπέλα με τα μακριά Μαλλιά & ο νεαρός Ταξιδιώτης

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Λαζαρίδου Ειρήνης 


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα με μαγικά μαλλιά. Τα μαλλιά της μάκραιναν πιο γρήγορα από κάθε άλλου. Μάκραιναν και μάκραιναν, και η πριγκίπισσα, που τη λέγανε Ραπουνζέλ, τα έπλεκε κάθε μέρα μια μακριά πλεξούδα. Η Ραπουνζέλ ήταν μια περίεργη κοπέλα. Έμενε σε ένα πύργο ψηλά και ποτέ δεν είχε φύγει από τα λίγα του δωμάτια. Δε γνώριζε γιατί και πως  βρέθηκε εκεί. Ούτε ήξερε πως κάθε πρωί τα ντουλάπια της ήταν γεμάτα με φρούτα, ψωμί και ότι άλλο μπορούσε να σκεφτεί. Η Ραπουνζέλ ήταν μόνη της, με παρέα τα βιβλία της που της έμαθαν τα πάντα για αυτόν τον κόσμο και τα πουλιά που της επισκέπτονταν στο παράθυρό της.
          Οι ώρες περνούσαν αργά στο ψηλό πύργο. Η Ραπουνζέλ είχε μάθε κάθε λεπτομέρεια από όσα έβλεπε από τον πύργο της. Τις καμπύλες των βουνών, τις κορυφές των κόκκινων δένδρων, τα χρώματα που έπαιρνε ο ουρανός στην ανατολή και στη δύση. Μα το αγαπημένο της ήταν το φεγγάρι. Μια έλαμπε γεμάτο, μια χλωμό ίσα που φαινόταν. Στο φεγγάρι έλεγε όσα σκεφτόταν. Και ήταν σαν να της απαντά με τα μάτια και το χαμόγελό του.
          Μακριά από τον πύργο, σε άλλο βασίλειο και πολιτεία ήταν ένας νεαρός. Όχι και τόσο ρομαντικός, ούτε ιδιαίτερα σοβαρός. Ένας μόνιμος ταξιδιώτης. Δεν είχε ούτε φίλους, ούτε οικογένεια, κανείς δεν ήξερε το όνομά του. Ένας νεαρός πολύ φτωχός.  «Ένας περαστικός» λέγανε και δεν του έδιναν και πολύ σημασία.
          Σε ένα ταξίδι του βρέθηκε σε ένα πανδοχείο πέρα από το Κίτρινο δάσος. Έπινε το καυτό του τσάι προσπαθώντας να  ζεσταθεί, όταν άκουσε το θρύλο για την πριγκίπισσα.
«Ζει σ’ ένα κάστρο μακριά από εδώ» είπε ο ένας σιγανά.
«Πέρα στο κόκκινο δάσος είναι το κάστρο της» πρόσθεσε ένας άλλος πίνοντας από ένα τεράστιο ποτήρι μπύρα.
«Τότε, έχει χρόνια, θυμάμαι, που ο βασιλιάς της Εδώ Πολιτείας είχε διατάξει να το χτίσουν. Ήμουν και εγώ εκεί, κάστρο θεόρατο σαν δυο πανύψηλα πεύκα μαζί! Ήταν πανέμορφο…» είπε ένας μεγαλόσωμος γεροδεμένος άνδρας με σγουρά άσπρα μαλλιά.
«Το κάστρο;» ρωτάει ένας ξερακιανός άνδρας με μουστάκι στριφογυριστό.
«Το κορίτσι! Αυτά τα μαλλιά της! Μικρό κορίτσι ήταν και ήδη ξεχύνονταν σαν ξανθό ποτάμι», μίλησε ξανά ο ασπρομάλλης.
«Έχει και δράκους ε;»
«Και δράκους και τέρατα και μπορεί και άλλες παγίδες να έχει δεν ξέρω. Πρέπει να είναι αληθινός πρίγκιπας αυτός που θα τη βγάλει από εκεί μέσα για να τα κερδίσει όλα.»
«Και την πριγκίπισσα μαζί!» λέει πάλι ο ξερακιανός και γελάει όλη η παρέα.
          Ο νεαρός δε χρειαζόταν αν ακούσει και πολλά ακόμη. Πήρε τον μικρό σάκο που κουβαλούσε παντού μαζί του και έφυγε από το πανδοχείο. Να ένας καινούργιος στόχος. Μια μεγάλη πρόκληση, με τεράστιο κέρδος. Και πριγκίπισσα και βασίλειο μετά! Ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι του.
          Μετά από λίγες μέρες έφτασε στο Κόκκινο Δάσος. Τα κόκκινα φύλλα των δένδρων είχαν ματώσει το βρεγμένο από τη βροχή χώμα. Ο νεαρός έψαξε για το δράκο κοιτώντας πίσω από τον ώμο του κάθε φορά. Προσεκτικά κοιτούσε μήπως πεταχτεί προς τα πάνω του κάποιο τέρας. Αλλά όλα γύρω ήταν ήσυχα. Κάποια στιγμή  βρέθηκε σε ένα ξέφωτο, στο βάθος, πίσω από τα πανύψηλα κόκκινα δένδρα έβλεπε την κορυφή ενός κάστρου. Γρήγορα έτρεξε προς τα εκεί.
          Μα αυτό δεν ήταν κάστρο! Ήταν μόνο ένας πύργος. Κακοχτισμένος και τυλιγμένος με κόκκινους κισσούς. Ήταν σίγουρος πως όσα είχε ακούσει ήταν ψέματα. Ώσπου, εμφανίστηκε στο παράθυρο μια κοπέλα. Δεν τον είδε, έπλεκε τα μαλλιά της με λουλούδια. Όχι, ο νεαρός δεν ήταν καθόλου ρομαντικός, αλλά αμέσως την ερωτεύτηκε. «Πριγκίπισσα» της φώναξε δυνατά, μα ένα μπαστούνι τον χτύπησε δυνατά στο κεφάλι πριν ακούσει την απάντησή της.
          Η Ραπουνζέλ αναφώνησε. Δεν είχε δει κανέναν ποτέ στον πύργο της και τώρα ένας νεαρός άνδρας και μια ηλικιωμένη κυρία ήταν από κάτω. Χωρίς να το σκεφτεί έκανε αυτό που δεν είχε τολμήσει ποτέ στη ζωή της. Έδεσε ένα μακρύ σχοινί στο παράθυρο, έριξε τα μακριά μαλλιά της κάτω και κατέβηκε από τον πύργο.
«Ποιοι είστε; Γιατί, γιατί τον χτύπησες;» ρώτησε σαστισμένη την κυρία.
«Εγώ… Εγώ είμαι η παραμάνα σου. Γλυκό μου κορίτσι! Και πρέπει να στα πω όλα, τώρα πριν ξυπνήσει τούτος εδώ» λέει και σπρώχνει το νεαρό με το μπαστούνι της. Δεν αφήνει τη Ραπουνζέλ να πει λέξη, συνεχίζει να μιλάει σιγανά, μήπως την ακούσει ο πεσμένος στη γη νεαρός. «Είσαι πριγκίπισσα. Ξέρω ξαφνιάζεσαι, αλλά έτσι είναι. Βέβαια είσαι πριγκίπισσα, αλλά χωρίς βασίλειο, χωρίς θρόνο και στέμμα. Ο βασιλιάς μας, ο πρώην βασιλιάς δηλαδή, όλο μπερδεύομαι! Ο βασιλιάς λοιπόν, έχασε την περιουσία σας ολόκληρη και το βασίλειο μαζί για ένα στοίχημα που έβαλε με ένα γάτο. Δεν ήξερε τι να κάνει για να μην καταστρέψει το δικό σου μέλλον, κοριτσάκι μου, και αποφάσισε να φτιάξει αυτόν τον πύργο για να μείνεις και να δημιουργήσει αυτό το θρύλο. Ότι σε φυλάνε δράκοι και τέρατα… Έτσι ώστε να έρθουν να σε σώσουν οι πρίγκιπες όπως λέει και η παράδοση, εδώ στα μέρη μας, και να πάρεις ξανά τη θέση που σου αρμόζει. Αυτός εδώ όμως δε μου μοιάζει με πρίγκιπας».
          Η Ραπουνζέλ δε μιλούσε. Δεν ήξερε τι να πει. Κοιτούσε μόνο το νεαρό, δε της φαινόταν για πρίγκιπας όντως. «Πού είναι ο βασιλιάς τώρα;» ρώτησε την κυρία. «Στην Πέρα Πέρα πολιτεία», της απάντησε. Ο νεαρός, άνοιξε τα μάτια του, αντικρίζοντας τις δύο γυναίκες από πάνω του να τον κοιτούν.
«Είσαι πρίγκιπας;» τον ρωτάει αμέσως η Ραπουνζέλ.
«Ε… ναι, πρίγκιπας» λέει νεαρός και σηκώνεται.
«Σίγουρα;»
«Ναι, φυσικά». Πώς θα μπορούσε να της πει το αντίθετο και να τη χάσει. Τώρα που την είχε μπροστά του, το ήξερε πως όλα τα ταξίδια τους για ένα λόγο έγιναν, για να φτάσει εδώ και να τη γνωρίσει.
«Και που είναι το βασίλειό σου;»
«Πέρα… στην Πέρα Πέρα χώρα…»
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!» Του λέει η Ραπουνζέλ και τον ξαφνιάζει. Χαιρετούν την κυρία και βιαστικά πολύ ξεκινούν το ταξίδι τους. Αμίλητοι σε όλη τη διαδρομή, ο καθένας βυθισμένος στη δική του ιστορία και στα δικά του ψέματα.
          Το φεγγάρι κοιτούσε από πάνω την αγαπημένη του Ραπουνζέλ. Έπρεπε να τη βοηθήσει να ξεμπλεχτεί από τα ψέματα που έπλεξαν αυτοί οι δυο μαζί. Και έβαλε τα δυνατά του. Η νύχτα έπεσε και οι δυο ταξιδιώτες σταμάτησαν πλάι σε μια λίμνη να περάσουν το βράδυ. Τα φεγγάρι έλαμπε ψηλά και η λίμνη μπροστά τους άστραφτε. Ήταν μια από αυτές τις νύχτες που ο ύπνος δε σε παίρνει, και η αλήθεια μαζί με τις εξομολογήσεις σε μπουκώνουν μέχρι να βγουν και να σε ελευθερώσουν. Και ήρθαν και ακούστηκαν και οι δύο αληθινές ιστορίες.
          Μα έμειναν μόνο να κοιτάζονται και να γελούν με τα πριγκιπικά τους ψέματα. Ποτέ δεν πήγαν στην Πέρα Πέρα χώρα. Έζησαν σαν δύο ταξιδιώτες για πάντα μαζί ευτυχισμένοι. Και μπορεί μέχρι και σήμερα να γυρίζουν σ’ όλη τη γη, χωρίς ψέματα όμως  τώρα πια.

Η Κοκκινοσκουφίτσα και τα 7 Κατσικάκια

Ιστορία με στοιχεία Διακειμενικότητας και ανατροπής.
της Ματίνας Κορδέλα 


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα όμορφο κοριτσάκι. Επειδή η γιαγιά της τής είχε πλέξει μία κόκκινη μπέρτα και ένα κόκκινο σκουφάκι, την ονόμασαν Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα ζούσε ήρεμα με τους γονείς της και έπαιζε κάθε μέρα στην αυλή του σπιτιού της.
Μια μέρα, καθώς έπαιζε, την φώναξε η μαμά της:
«Κοκκινοσκουφίτσα, έλα λίγο που σε θέλω.»
«Ορίστε μανούλα.»
«Έχω ετοιμάσει ένα καλαθάκι με λίγη πίτα και γλυκό κεράσι. Θέλω να το πας στη γιαγιά σου γιατί είναι άρρωστη η καημένη και δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι.»
«Εντάξει μανούλα, θα το πάω.»
«Να προσέχεις όμως γιατί στο δάσος κυκλοφορεί ένας λύκος. Να μην πας από το μονοπάτι αλλά από τον δρόμο.»
Έτσι, η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το καλαθάκι της και έφυγε. Καθώς πήγαινε στη γιαγιά της, εκεί που άρχιζε το μονοπάτι, είδε μερικά ωραία λουλούδια.
«Ας μαζέψω λίγα λουλούδια. Θα αρέσουν πολύ στη γιαγιά μου.», σκέφτηκε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Όπως τα μάζευε, ξεχάστηκε και μπήκε στο μονοπάτι. Καθώς μάζευε σκυμμένη τα λουλούδια, άκουσε μια φωνή να της λέει:
«Γεια σου κοριτσάκι μου, τι κανείς;»
Ήταν ο κακός λύκος.
«Καλά είμαι κύριε. Μαζεύω λίγα λουλούδια για να τα πάω στη γιαγιά μου. Μένει στο σπιτάκι στο δάσος και είναι άρρωστη. Δε μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι.», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
«Καλά κάνεις», είπε ο λύκος, «Εγώ θα πρότεινα να μαζέψεις και λίγες παπαρούνες που φυτρώνουν λίγο πιο πέρα, στο μονοπάτι. Θα αρέσουν πολύ στη γιαγιά σου.», είπε και σκέφτηκε κατευθείαν να τρέξει στο σπίτι της γιαγιάς.
«Έχετε δίκιο. Αυτό θα κάνω», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια. 
Εν τω μεταξύ, ο λύκος, καθώς πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς , συνάντησε επτά μικρά κατσικάκια. 
«Ας κάνω μια μικρή στάση πρώτα.», σκέφτηκε και παραμόνευε τα κατσικάκια που έτρωγαν χορτάρι.
Αφού έφαγαν τα κατσικάκια, κάποια στιγμή ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Τότε ο λύκος βρήκε την ευκαιρία και έδεσε τα κατσικάκια. Εκείνη τη στιγμή, περνούσε από εκεί η Κοκκινοσκουφίτσα κι είδε τον λύκο που καθόταν διπλά στα δεμένα κατσικάκια.
«Ε! Τι κανείς εκεί; Άφησε τα κατσικάκια!», φώναξε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Τα κατσικάκια άκουσαν τις φωνές της Κοκκινοσκουφίτσας και ξύπνησαν.
«Άφησε μας! Βοήθεια!», φώναζαν τα κατσικάκια.
«Όχι δε σας αφήνω. Θα σας δώσω στα παιδιά μου να σας φάνε μαζί με τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας», είπε ο λύκος.
«Στάσου», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, «Δεν τα λυπάσαι; Είναι αβοήθητα όπως και η γιαγιά μου. Θα σου άρεσε να πειράξει κάποιος τα παιδιά σου;»
Ο λύκος σκέφτηκε λίγο και είπε:
«Έχω πέντε λυκάκια και δεν έχω βρει τίποτα να τους δώσω να φάνε εδώ και δύο μέρες. Όλοι με λένε κακό και με φοβούνται. Δε θέλω να κάνω κακό αλλά είναι νηστικά τα παιδιά μου και πρέπει να βρω κάτι να τους δώσω. Γι’αυτό κυνηγώ. Για να βρω τροφή για τα παιδιά μου.»
«Θα σου δώσω την πίτα και το γλυκό που έχω στο καλαθάκι μου αρκεί να ελευθερώσεις τα κατσικάκια. Είναι κρίμα να πάθουν κάτι. Είναι μικρά και αβοήθητα. Θα ήθελες να πάθαιναν κάτι και τα δικά σου παιδιά;», είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.
«Όχι, δε θέλω να κάνω κακό. Απλώς, να βρω τροφή για τα παιδιά μου θέλω. Συγχωρέστε με σας παρακαλώ!», είπε ο λύκος. 
Αφού έλυσε τα κατσικάκια και ζήτησε συγγνώμη, πήρε το καλαθάκι από την Κοκκινοσκουφίτσα και υποσχέθηκε να μην πειράξει ποτέ ξανά κανένα παιδάκι, όπως δε θα ήθελε και εκείνος να πειράξουν τα δικά του.